- ἐφηβοφύλαξ
- ἐφηβοφύλαξ [pron. full] [ῠ], ᾰκος, ὁ, title of official at Pergamum, IGRom.4.396.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφηβοφύλαξ — ἐφηβοφύλαξ, ὁ (Α) επιγρ. αξίωμα επόπτη τών εφήβων στην Πέργαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έφηβος + φύλαξ] … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek